Σε έρευνα που δημοσιεύτηκε στις 22/6 στο επιστημονικό περιοδικό eLife, για πρώτη φορά αποδεικνύεται (και ποσοτικά) η σχέση μεταξύ ψυχολογικού stress και γκρίζου χρώματος στις τρίχες του κεφαλιού. Εκτός αυτού όμως, είναι και η πρώτη φορά που αποδεικνύεται ότι ένα ποσοστό των τριχών επανέρχονται σταδιακά στο κανονικό τους χρώμα (από το γκρίζο), σε συνθήκες μείωσης του stress. Μάλιστα, κατανοώντας τη διαδικασία που επιτρέπει σε μερικές τρίχες να αποκτήσουν το παλαιότερο «κανονικό» τους χρώμα, ίσως προσφέρει ενδείξεις για τη σύνδεση μεταξύ του stress και της γήρανσης (με απώτερο στόχο την αντιστροφή ή την αποτροπή της τελευταίας).
Καταρχάς, να σημειωθεί ότι οι τρίχες που έχουν ήδη βγει στην επιφάνεια δεν αλλάζουν χρώμα. Ωστόσο, το τμήμα που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια, επηρεάζεται από τις ορμόνες του stress αλλά και άλλους παράγοντες που αλληλεπιδρούν με το σώμα και τις σκέψεις μας. Στην έρευνα αυτή, χρησιμοποιήθηκε μια τεχνική φωτογράφισης υψηλής ανάλυσης εκατοντάδων τριχών και παρακολούθησής τους ανά ώρα, από 14 εθελοντές που διατηρούσαν και ημερολόγιο καταγραφών σχετικά με το stress που βίωναν ανά εβδομάδα.
Η συσχέτιση του stress με την αλλαγή χρώματος στις τρίχες, ήταν ευθεία και ισχυρή. Μάλιστα, υπήρχε περίπτωση ενός ατόμου που μετά από διακοπές είχε ένα μικρό τμήμα των τριχών του να επανέρχεται στο αρχικό του χρώμα (από γκρίζο). Επίσης, οι ερευνητές μέτρησαν και τα επίπεδα διαφόρων πρωτεϊνών στις τρίχες και πως αυτά διαφοροποιούνταν σε σχέση με τη χρωματική αλλαγή σε αυτές. Το ενδιαφέρον είναι ότι, ανάλογη έρευνα στα ποντίκια, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως, η απώλεια του αρχικού χρώματος στις τρίχες τους είναι μη-αντιστρεπτή, κάτι που δεν ισχύει για τον άνθρωπο, όπως αποδεικνύεται στην παρούσα έρευνα.
Πάντως, πέρα από ένα όριο, τα μαλλιά μας δεν μπορούν να επανέλθουν στο αρχικό τους χρώμα. Ένας 70ρης με γκρίζα μαλλιά, μειώνοντας το άγχος (που αυτό, έτσι και αλλιώς είναι ένας θεμελιώδης στόχος ζωής), δεν θα επαναφέρει ούτε ένα μικρό τμήμα των μαλλιών του στο αρχικό τους χρώμα.
Δημοσιευμένη Έρευνα: https://elifesciences.org/articles/67437
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου